Τηλέφωνα: 210-9231683, 210-9231780


Fax: 210-9243875


Email: info@weightlifting.gr

Εγγραφείτε
Για να μαθαίνετε πρώτοι τα νέα μας!

    Κοινωνικά Δίκτυα:
    Top

    Blog

    Προ 1960

    Η άρση βαρών στην Ελλάδα, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Το 1896 στους Ολυμπιακούς της Αθήνας περιλήφθηκε ως αγώνισμα χωρίς κατηγορίες βάρους αθλητών και με διαφορετικούς κανόνες από τους σημερινούς. Τα βάρη έπρεπε να σηκωθούν με το ένα χέρι, αριστερό ή δεξί δεν έπαιζε ρόλο, και με τα δύο χέρια. Στην πρώτη εκείνη ελληνική συμμετοχή οι Αλέξανδρος Νικολόπουλος και Σωτήρης Βερσής δεν μπόρεσαν να νικήσουν επειδή δεν γνώριζαν καλά τον παλμό. Εν τούτοις η διαφορά τους από τους νικητές δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη.

    Η έφεση της Ελλάδας στο άθλημα των δυνατών δεν άργησε να φανεί. Το 1904 στο Σεν Λούις, Ο Περικλής Κακούσης κατέλαβε την πρώτη θέση σηκώνοντας με τα δύο χέρια 111,670 κιλά. Εθνικός ήρωας όμως αναδείχθηκε ο Δημήτρης Τόφαλος, ο οποίος κατάφερε να αναδειχθεί πρώτος νικητής στους Μεσοολυμπιακούς του 1906 που έγινε στην Αθήνα. Ήταν τότε που για πρώτη φορά η χώρα μας έζησε στον παλμό του αθλήματος.

    Οι Αγώνες της άρσης βαρών κράτησαν εκείνη τη χρονιά δύο μέρες λόγω σκότους. Η μπάρα είχε φτάσει πλέον τα 136 κιλά και ήταν μόνον ο Τόφαλος, ο Ούγγρος Βέις και ο Αυστριακός Στάινμπαχ, που είχαν δικαίωμα να δοκιμάσουν. Από τους τρεις στα 142,800 κιλά συνέχισαν ο Έλληνας και ο Αυστριακός.

    Ο Τόφαλος σήκωσε το βάρος στη δεύτερη προσπάθεια, αλλά ακυρώθηκε επειδή στο πέρασμα η μπάρα είχε ακουμπήσει στο στήθος του. Ο Στάινμπαχ στη δεύτερη προσπάθεια έφερε το βάρος μέχρι το στήθος του αλλά το άφησε να πέσει κάτω και κυλίστηκε κι αυτός στο έδαφος πλάι στον αλτήρα. Ο Δημήτρης Τόφαλος απέτυχε και στην τρίτη προσπάθεια μολονότι κατόρθωσε να φτάσει τα βάρη στο πρόσωπό του. Από τη μεριά του ο Αυστριακός δεν κατάφερε να σηκώσει την μπάρα από το ύψος των γονάτων του.

    Την εποχή εκείνη οι αθλητές είχαν δικαίωμα να κάνουν τέσσερις προσπάθειες. Ο Στάινμπαχ από την πλευρά του παραιτήθηκε από την προσπάθεια. Όχι όμως και ο Δημήτρης Τόφαλος.

    Έχοντας στο πλευρό του το κατάμεστο Στάδιο στάθηκε μπροστά από την μπάρα, την γράπωσε με τα χέρια του και με μια τιτάνια προσπάθεια σήκωσε το εκπληκτικό, για την εποχή, βάρος. Το ρεκόρ που πέτυχε εκείνη την ημέρα κράτησε μέχρι το 1914, ενώ δέκα χρόνια μετά, το 1924, άλλαξαν για μια ακόμη φορά οι κανονισμοί.

    Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούμε στα πρώτα τμήματα άρσης βαρών τα οποία δημιουργήθηκαν την περίοδο 1896-1906 από τα πρώτα σωματεία Εταιρεία Πατρών, Πανελλήνιος Γυμναστικός Σύλλογος και Εθνικός Γυμναστικός Σύλλογος.

    Παρ’ όλη την επιτυχία του Τόφαλου, όμως, και την ύπαρξη σημαντικών αθλητών όπως οι Βερσής, Νικολόπουλος, Χριστόπουλος, Κακούσης, Φωκάς, Γεωργιάδης και Βαρανάκης, η άρση βαρών περνά μια περίοδο ύφεσης και ξανακάνει την εμφάνισή της αρκετά χρόνια μετά και πιο συγκεκριμένα λίγο πριν από την κήρυξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

    Ουσιαστικά η χρονιά 1935 είναι ορόσημο στην ιστορία της άρσης βαρών στην Ελλάδα. Τότε ο Ζακ Καρυωτάκης απέσπασε το αγώνισμα μαζί με τα υπόλοιπα βαριά (πάλη, πυγμαχία) από τον ΣΕΓΑΣ. Η άρση βαρών συγχωνεύτηκε με την πάλη και δημιουργήθηκε το πρώτο καταστατικό ενώ άρχισαν δειλά-δειλά να κάνουν την εμφάνισή τους αγώνες επιδείξεως μεταξύ των αθλητών του Εθνικού με σκοπό τη διάδοση του αθλήματος.

    Ο Κωνσταντίνος Τσιτσιμπάκος είναι ο μοναδικός αθλητής της εποχής εκείνης που κατόρθωσε να πλησιάσει το παγκόσμιο ρεκόρ της εποχής εκείνης στο επολέ ζετέ (επωμισμό και εκτίναξη) αφού σήκωσε με το ένα χέρι 77,5 κιλά. Τα ίχνη της άρσης βαρών ξαναχάνονται μετά τον Τσιτσιμπάκο, αυτή τη φορά με αιτία το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

    Το 1948 ξεκινά η νέα εποχή στην άρση βαρών. Τη χρονιά εκείνη άρχισε μια νέα κίνηση από τον Εθνικό Γυμναστικό Σύλλογο, ενώ ο Ζακ Καρυωτάκης ζήτησε – μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου – από την Ολυμπιακή Επιτροπή να έρθουν στην Ελλάδα τα πρώτα σύγχρονα, για την εποχή εκείνη, όργανα της άρσης βαρών. Τα βάρη δόθηκαν στην Ομοσπονδία Πάλης, η οποία με τη σειρά της τα έδωσε στον Εθνικό Γυμναστικό Σύλλογο για την εκγύμναση των αθλητών της πάλης και της άρσης βαρών. Μερικοί από τους αθλητές της εποχής εκείνης ήταν οι Θ. Παπούλιας, Μ. Σιδέρης, Χ. Δραγώνας, Μ. Κάβουρας, Τσουκαλάς, Μπόμπος και Κοντογούλης.

    Το 1951-52 ο πρώτος που δίδαξε την τεχνική της άρσης βαρών ήταν ένας προπονητής της πάλης. Ο Ιταλός Μπιάνκι ανέλαβε να μυήσει τους αθλητές του Εθνικού στα πρώτα ευρωπαϊκά μυστικά του αγωνίσματος.

    Η περίοδος 1955-58 προοιωνίζει την ανάπτυξη που θα γνωρίσει το άθλημα στη χώρα μας. Αθλητές όπως οι Στέλιος Αρβανιτόπουλος, Μάριος Αρβανιτόπουλος, Χρήστος Τσίπης, Νίκος Γραμματικόπουλος, Ηλίας Μπαζίνας και Ανδρέας Φασιανός κάνουν την εμφάνισή τους, για να τους ακολουθήσουν ακόμη περισσότεροι στο μέλλον.

    Από το 1959 αρχίζει να αναπτύσσεται πλέον με γοργούς ρυθμούς η άρση βαρών. Στο δυναμικό του Παναθηναϊκού αρχίζουν να εγγράφονται οι Κ. Απολλωνάτος, Κ. Χρηστάκος, Νικ. Πολύδωρος, Ζηνόπουλος και Γ. Οικονόμου, αθλητές που πρωταγωνίστησαν την επόμενη δεκαετία. Από την άλλη πλευρά ο Εθνικός Γυμναστικός Σύλλογος πετυχαίνει να εντάξει στο δυναμικό του τον Ι. Ψάλτη από την Αίγυπτο. Ο συγκεκριμένος αθλητής εκπροσώπησε την Ελλάδα στους Ολυμπιακούς του 1960 και κατέλαβε την 11η θέση. Την επόμενη χρονιά ο ίδιος μετείχε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Βιέννης όπου κατετάγη 9ος.

    Οι επιτυχίες αυτές του Ψάλτη, σε συνάρτηση με τους πρώτους μεγάλους αγώνες επιδείξεως ολυμπιακής άρσης βαρών, αποτέλεσαν την αφορμή να ενδιαφερθούν παράγοντες όλων των άλλων αθλητικών σωματείων για να οργανώσουν τμήματα άρσης βαρών. Όσον αφορά τη Θεσσαλονίκη και γενικότερα τη Βόρεια Ελλάδα, η άρση βαρών εμφανίστηκε εκεί με τη μορφή λαϊκών αγώνων και επιδείξεων που γίνονταν σε διάφορους αθλητικούς χώρους, όπως τα γυμναστήρια της ΧΑΝΘ, του ΒΑΟ, του ΝΟΘ και το Καυταντζόγλειο.

    Από τα σωματεία της Θεσσαλονίκης πρώτη η ΧΑΝΘ δημιούργησε τμήμα άρσης βαρών εγγράφοντας στο δυναμικό της αθλητές από το στίβο, την πάλη, την κωπηλασία και άλλα αθλήματα, που, είχαν “μαγνητιστεί” από τις επιδείξεις. Το 1961 οργανώνονται οι πρώτοι επίσημοι λαϊκοί αγώνες, στους οποίους οι μετέχοντες χωρίζονται σε κατηγορίες βάρους, χρησιμοποιείται φύλλο αγώνος, ενώ η διεξαγωγή τους ανακοινώνεται και από τον Τύπο.

    Το 1964 πρωτοκάνει την εμφάνισή του το όνομα Χρήστος Ιακώβου.

    Ο ολυμπιονίκης και πολυνίκης ομοσπονδιακός τεχνικός της Ελλάδας γράφτηκε τη χρονιά εκείνη στο δυναμικό του Παναθηναϊκού, σωματείο το οποίο κρατούσε την εποχή τα σκήπτρα της Αθήνας στο αγώνισμα.

    Το 1959, σύμφωνα με τη “Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια του Αθλητισμού”, διοργανώνονται οι πρώτοι Πανελλήνιοι Αγώνες.