Εγγραφείτε
Για να μαθαίνετε πρώτοι τα νέα μας!

    Κοινωνικά Δίκτυα:

    Top

    Blog

    Η πρώτη φορά

    Η ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΣΗΣ ΒΑΡΩΝ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ

    Η ελληνική άρση βαρών εκπροσωπήθηκε για πρώτη φορά σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα το 1961 με τον Ιωάννη Ψάλτη, ο οποίος είχε έλθει από την Αίγυπτο. Μέχρι και το 1989 οι μοναδικές φορές που Έλληνας κρέμασε στο στήθος το μετάλλιο, ήταν το 1971 οπότε ο Χρήστος Ιακώβου κατέκτησε στη Λίμα του Περού το χρυσό στο ντεβελοπέ της κατηγορίας των 82,5 κιλών με 162,5 κ. και ένα χρόνο αργότερα στο Μόναχο όταν και πάλι ο Ιακώβου κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στην ίδια κίνηση με 170 κ. Τη δεκαετία του ’90 οι Έλληνες αθλητές θαρρείς βάλθηκαν να καλύψουν το χαμένο έδαφος. Ανέβηκαν… τρέχοντας την κλίμακα των μεταλλίων και πρόσφεραν μεγάλες χαρές στους Έλληνες φιλάθλους. Η μεγαλύτερη διάκριση ήρθε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1998, στο Λάχτι της Φινλανδίας. Οι Έλληνες αρσιβαρίστες κατέκτησαν την πρώτη θέση στον πίνακα των μεταλλίων με 6 χρυσά, 4 ασημένια και 5 χάλκινα, αλλά και στην τελική βαθμολογία με 566 βαθμούς. Ο θρίαμβος της πρωτιάς επαναλήφθηκε ένα χρόνο αργότερα στην Αθήνα, στο κατάμεστο ΣΕΦ. Πρωταγωνιστής σε αυτή τη μεγαλειώδη πορεία, την οποία παρακολούθησε με κομμένη την ανάσα ολόκληρη η Ελλάδα, ήταν ο Χρήστος Ιακώβου. Ως αθλητής κατέκτησε όπως προαναφέραμε τα πρώτα μετάλλια της Ελλάδας σε παγκόσμιο πρωτάθλημα. Έχασε, μάλιστα, το χάλκινο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972 για 5 κιλά στο σύνολο. Σήκωσε 490 κιλά έναντι 495 του Ούγγρου Χόρβατ. Ως προπονητής οδήγησε την ελληνική ομάδα, εκτός από τη δεύτερη θέση στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1995 και την πρώτη του 1998 και του 1999, στην κορυφή του πίνακα των μεταλλίων στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα και του Σίδνει. Ήταν το καλύτερο δώρο στα εκατοντάχρονα των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων για τη χώρα η οποία γέννησε, εκτός των άλλων, και την άρση βαρών. Χρυσά μετάλλια στην Ατλάντα κατέκτησαν ο Πύρρος Δήμας στην κατηγορία των 83 κ. με 392,5 κιλά στο σύνολο (180 στο αρασέ και 213 στο ζετέ) και ο Ακάκιος Κακιασβίλης στην κατηγορία των 99 κ. με 420 κιλά στο σύνολο (185 στο αρασέ και 235 στο ζετέ). Στη δεύτερη θέση του νικητή ανέβηκε ο Βαλέριος Λεωνίδης στην κατηγορία των 64 κ. με 332,5 κιλά (145 και 187,5) μετά από μία συγκλονιστική μονομαχία με τον Τούρκο Ναΐμ Σουλεϊμάνογλου. Ο Λεωνίδης κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ στο ζετέ με 187,5. Ασημένιο μετάλλιο κατέκτησαν, επίσης, ο Λεωνίδας Σαμπάνης στην κατηγορία των 59 κ. με 305 κιλά (137,5 και 167,5) και ο Λεωνίδας Κόκκας στην κατηγορία των 91 κ. με 390 κιλά (175 και 215). Την 4η θέση κατέλαβαν ο Γιώργος Τζελίλης στην κατηγορία των 64 κ. σηκώνοντας 322,5 κιλά (145 και 177,5) και ο Βίκτωρας Μήτρου στα 76 κ. με 357,5 κιλά στο σύνολο (162,5 και 195), ενώ ο Παύλος Σαλτσίδης κατετάγη 7ος στην κατηγορία των +108 κιλών σηκώνοντας 420 κιλά στο σύνολο (185 και 235).

    Ο Χρήστος Ιακώβου γεννήθηκε στις 12 Απριλίου στην Κωνσταντινούπολη. Το 1964, διωγμένος από τους Τούρκους, έφτασε στην Αθήνα και την ίδια χρονιά αναδείχθηκε πρωταθλητής Ελλάδας με τα χρώματα του Παναθηναϊκού, στον οποίο εντάχθηκε, σηκώνοντας στην κατηγορία των 75 κ., 296 κιλά. Το 1967, στην Αθήνα, πέτυχε παγκόσμιο εφηβικό ρεκόρ στο ντεβελοπέ (κατηγορία 75 κ.) με 136,5 κ. Το 1968 σε αγώνες τους οποίους διοργάνωσε η παγκόσμια ομοσπονδία στο Λονδίνο, κατέρριψε ξανά το παγκόσμιο ρεκόρ με 139 κιλά. Λίγο μετά το παγκόσμιο πρωτάθλημα του 1979, το οποίο διοργάνωσε η ελληνική ομοσπονδία άρσης βαρών στη Θεσσαλονίκη, ο Χρήστος Ιακώβου αναχωρεί με τη γυναίκα του Ελένη για τις ΗΠΑ με σκοπό τη μόνιμη εγκατάσταση. Αναλαμβάνει την προπόνηση της ομάδας άρσης βαρών της αστυνομίας του Μαϊάμι, αλλά δεν έμεινε για πολύ. Μετά από μια όμορφη περιπλάνηση, στη διάρκεια της οποίας έδειξε το επιχειρηματικό του ταλέντο, ήρθε στην Ελλάδα το 1988 για διακοπές και έμεινε για πάντα. Στο ερώτημα του τότε προέδρου της ομοσπονδίας και νυν Γενικού Γραμματέα Αθλητισμού Γιάννη Σγουρού, αν θα μείνει να αναλάβει τη δύσκολη προσπάθεια αναβάθμισης του αθλήματος, είχε έτοιμη την απάντηση. “Σε όλη μου τη ζωή ως αθλητής ζήλευα τη Σοβιετική Ένωση και τη Βουλγαρία για τις ομάδες που είχαν δημιουργήσει. Το όραμά μου ήταν να φτιάξω μια τέτοια ομάδα. Ήξερα ότι δεν ήταν εύκολο. Τίποτα δεν γίνεται από τη μία ημέρα στην άλλη. Τα παιδιά είχαν, όμως, ταλέντο και μεράκι. Με τη βοήθεια της ομοσπονδίας και του Γιάννη Σγουρού, ξεκινήσαμε το πρόγραμμα. Σκληρές προπονήσεις δύο-τρεις φορές την ημέρα. Βάλαμε στόχους, με κορυφαίο τη διάκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1996”, αποκάλυψε περήφανος μετά το θρίαμβο των ελληνικών χρωμάτων στην Ατλάντα.

    Πρώτος παγκόσμιος πρωταθλητής στην ιστορία της άρσης βαρών αναδείχθηκε το 1891 ο Άγγλος Λεβί Λόρενς. Στα 108 χρόνια τα οποία ακολούθησαν, το άθλημα των δυνατών χάρισε στον παγκόσμιο αθλητισμό, πολλές σημαντικές προσωπικότητες. Ο λόγος για τους Άτλαντες των μυών, οι οποίοι σε κάθε τους προσπάθεια σήκωναν μία και δύο φορές το σωματικό τους βάρος. Κορυφαίο όλων των εποχών η Διεθνής Ομοσπονδία ανέδειξε πρόσφατα τον Ναΐμ Σουλεϊμάνογλου. Ο “Ηρακλής τσέπης” όπως χαρακτηρίσθηκε ο μικρός στο δέμας Τούρκος αρσιβαρίστας, με το χαμηλό κέντρο βάρους που του επέτρεπε να συνεχίζει από εκεί που οι άλλοι σταματούσαν, από το 1982 που εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στα διεθνή πλατώ στην κατηγορία των 56 κ. με τα χρώματα της Βουλγαρίας, έως τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα το 1996, όπου κατέκτησε το τελευταίο του χρυσό μετάλλιο σε μεγάλη διοργάνωση θεωρείτο πάντοτε ακατάβλητος.

    Κατέκτησε τρία χρυσά ολυμπιακά μετάλλια. Το 1988 στη Σεούλ (60 κ.) με 342,5 κιλά (152,5+190), το 1992 στη Βαρκελώνη (60 κ.) με 320 κιλά (142,5+177,5) και το 1996 στην Ατλάντα (64 κ.) με 335 κιλά (147,5+187,5). Αναδείχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής στο αρασέ το 1983, 1985, 1986, 1989, 1991, 1993, 1994, 1995, στο ζετέ το 1985, 1986, 1989, 1991, 1993, 1994, 1995 και στο σύνολο το 1985, 1986, 1989, 1991, 1993, 1994 και 1995. Το 1993 κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στο σύνολο και το χάλκινο στο ζετέ. Κορυφαίος αθλητής στο Παγκόσμιο Κύπελλο το 1984, 1985 και 1986, κατέκτησε παράλληλα 21 χρυσά, 3 ασημένια και 1 χάλκινο μετάλλιο στα Πρωταθλήματα Ευρώπης. Γεννημένος το 1967 στη Βουλγαρία ο Ναΐμ Σουλεϊμάνογλου ζήτησε το 1986 πολιτικό άσυλο στην Τουρκία, με αποτέλεσμα να μην αγωνιστεί σε καμία διεθνή διοργάνωση έως το 1988.

    Την παράσταση στις διεθνείς διοργανώσεις έκλεβαν οι αρσιβαρίστες της κατηγορίας των υπερβαρέων. Ήταν αυτοί που σήκωναν πάντοτε τα περισσότερα κιλά και έκαναν τους φιλάθλους να τους παρακολουθούν με κομένη την ανάσα. Μετακινούσαν προς το πάνω έναν όγκο βάρους, ο οποίος για τον κοινό ανθρώπινο νου φάνταζε απίστευτος. Πρώτος πέρασε το όριο των 180 κιλών ο Αμερικανός Τζον Ντέιβις το 1951. Γεννήθηκε το 1921 και αγωνιζόταν στην κατηγορία των +82,5 κιλών. Αναδείχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής το 1938, 1946, 1947, 1949, 1950, 1951, χρυσός ολυμπιονίκης το 1948 και 1952, ενώ στην καριέρα του δημιούργησε 11 παγκόσμια ρεκόρ.

    Τρία χρόνια μετά τον Ντέιβις, ο συμπατριώτης του Νόρμπερτ Σεμάνσκι ανέβασε το 1954 το όριο των ανθρωπίνων δυνατοτήτων στα 190 κιλά. Γεννήθηκε στις ΗΠΑ το 1924. Το πρώτο του ολυμπιακό μετάλλιο ήταν ασημένιο και το κατέκτησε το 1948 στο Λονδίνο. Το τελευταίο του ήταν χάλκινο και το κατέκτησε 16 χρόνια αργότερα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο το 1964. Ήταν ο αρσιβαρίστας με τη μακροβιότερη καριέρα. Ενδιάμεσα είχε κατακτήσει το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι το 1952 (90κ.) και το ασημένιο το 1960 στη Ρώμη. Αναδείχθηκε πρωταθλητής Κόσμου το 1951, 1953 και 1954, ενώ κατέρριψε στην καριέρα του 17 παγκόσμια ρεκόρ.

    Ο Σοβιετικός Γιούρι Βλάσοφ έγινε ο πρώτος αρσιβαρίστας ο οποίος πέρασε το όριο των 200 κιλών σηκώνοντας το 1960 στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης στην κατηγορία των +90 κ. 537,5 κιλά στο σύνολο (180+155+202,5). Ο μετέπειτα λογοτέχνης και βουλευτής στη Ρωσία, γεννήθηκε το 1935 και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο το 1964 κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στην κατηγορία των υπερβαρέων παρά το γεγονός ότι σήκωσε 570 κιλά, δηλαδή 22,5 περισσότερα σε σύγκριση με τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης. Αναδείχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής το 1959, 1961, 1962 και 1963, ενώ στην καριέρα του πέτυχε 31 παγκόσμια ρεκόρ.

    Τη δεκαετία του ’70 ο Βασίλι Αλεξέεφ ανέβασε το δείκτη των ανθρωπίνων δυνατοτήτων στα 25 κιλά. Ο γίγαντας από το Ριαζάν της Ρωσίας, γεννήθηκε το 1942, έχει ύψος 1.86 και ζύγιζε ως 162 κιλά. Αναδείχθηκε χρυσός ολυμπιονίκης το 1972 στο Μόναχο με 640 κιλά στις τρεις κινήσεις (235+175+230) και το 1976 στο Μόντρεαλ με 440 κιλά σε δύο κινήσεις (185+255). Παγκόσμιος πρωταθλητής το 1970, 1976, 1977, δημιούργησε στην κατηγορία των υπερβαρέων 79 παγκόσμια ρεκόρ.

    Τη σκυτάλη από τον Αλεξέεφ παρέλαβε ο Λευκορώσος Αλεξάντερ Κούρλοβιτς, χρυσός ολυμπιονίκης το 1988 στη Σεούλ με 462,5 κιλά στην κατηγορία των +110 κ. (212,5+250) και το 1992 στη Βαρκελώνη με 450 κιλά (205+230). Αναδείχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής το 1987, 1989, 1991 και 1994.

    Διάδοχος όλων των γιγάντων της κατηγορίας των υπερβαρέων ο Ρώσος Αντρέι Τσεμέρκιν, χρυσός ολυμπιονίκης το 1996 στην Ατλάντα με 457,5 κιλά (197,5+260) και παγκόσμιος πρωταθλητής στην κατηγορία των +108 κιλών το 1993, 1994, 1995, 1997 και των +105 κ. το 1998 και 1999.

    Μεταξύ των κορυφαίων αρσιβαριστών όλων των εποχών συγκαταλέγονται επίσης οι Ιάπωνες αδελφοί Γιοσιγιούκι και Γιοσινόμπου Μιγιάκε, οι οποίοι τη δεκαετία του ’60 κυριάρχησαν στην κατηγορία των 60 κ. Ο Ιρανός Μοχάμεντ Νασίρι, παγκόσμιος πρωταθλητής το 1968, 1969, 1970, 1973, 1974 και χρυσός ολυμπιονίκης το 1968 στην κατηγορία των 56 κ. με 367,5 κιλά (112,5+105+150). Ο Αμερικανός Τσαρλς Βίντσι, χρυσός ολυμπιονίκης στην κατηγορία των 56 κ. το 1956 με 342,5 κιλά (105+105+132,5) και το 1960 με 345 κιλά (105+107,5+132,5) και δημιουργός 5 παγκόσμιων ρεκόρ. Ο Αμερικανός Στάνλεϊ Στάντσικ, χρυσός ολυμπιονίκης το 1948 στο Λονδίνο με 417,5 κιλά (130+130+157,5) και παγκόσμιος πρωταθλητής το 1946, 1947, 1949, 1950, 1951 και δημιουργός 8 παγκοσμίων ρεκόρ. Ο Σοβιετικός Γιούρικ Βαρντανιάν χρυσός ολυμπιονίκης το 1980 στη Μόσχα με επίδοση 400 κιλών στην κατηγορία των 82,5 κ. (177,5+222,5), παγκόσμιος πρωταθλητής το 1977, 1978,1979, 1980, 1981, 1983, 1985 και δημιουργός 40 παγκοσμίων επιδόσεων. Ο Σοβιετικός Αρκάντι Βορομπιόφ χρυσός ολυμπιονίκης το 1956 στην κατηγορία των 90 κ. με επίδοση 462,5 κιλά (147,5+137,5+177,5) και το 1960 στη Ρώμη με επίδοση 472,5 κιλά (152,5+142,5+177,5), παγκόσμιος πρωταθλητής το 1953, 1954,1955, 1957, 1958 και δημιουργός 21 παγκοσμίων ρεκόρ Ο Λεοντίν Ζαμποτίνσκι (ΕΣΣΔ) χρυσός ολυμπιονίκης στα υπερβαρέα το 1964 στο Τόκιο με επίδοση 432,5 κιλά (132,5+135+165) και το 1968 στο Μεξικό με επίδοση 437,5 κιλά (135+135+167,5), παγκόσμιος πρωταθλητής το 1964, 1965,1968 και δημιουργός 19 παγκοσμίων ρεκόρ. Ο Νταβίντ Ρίγκερτ (ΕΣΣΔ) χρυσός ολυμπιονίκης το 1976 στο Μόντρεαλ στην κατηγορία των 90 κ. με επίδοση 382,5 κιλά (170+215,5), παγκόσμιος πρωταθλητής το 1971, 1973,1974, 1975, 1976, 1978 και δημιουργός 63 παγκοσμίων ρεκόρ. Ο Κουβανός Ντανιέλ Νούνες χρυσός ολυμπιονίκης το 1980 στη Μόσχα στην κατηγορία των 56 κ. με επίδοση 275 κιλά (125+150) και παγκόσμιος πρωταθλητής το 1977, 1978,1980, 1981. Ο Ρώσος Γιούρι Ζαχάριεβιτς χρυσός ολυμπιονίκης το 1988 στη Σεούλ στην κατηγορία των 110 κ. με επίδοση 455 κιλά (210+245), παγκόσμιος πρωταθλητής το 1982, 1985,1986, 1987. Άξιοι αναφοράς είναι επίσης ο Βέλγος Ντε Χας (60κ.), ο Εσθονός Άλφρεντ Νάλαντ (67,5κ.), οι Γάλλοι Ανρί Γκανς (75κ.), Έντμοντ Ντεκοτινιέ (67,5κ.), Σάρλ Ριγκουλό (82,5κ.), Ροζέ Φρανσουά (75κ.) και Έρνεστ Καντέν (82,5κ.), οι Ιταλοί Φιλίπο (82,5κ.), Κάρλο Γκαλιμπέρτι (75κ.), Τζιουζέπε Τονίνι (82,5κ.) και Πιερίνο Γκαμπέτι (60κ.), οι Αυστριακοί Φραντς Άντριζ (60κ.), Κουρτ Χέλμπιγκ (67,5κ.), Ρόμπερτ Φάιν (67,5κ.), οι Αιγύπτιοι Σαΐντ Νοσεΐρ (82,5κ.), Αχμέντ Μεσβάν (67,5κ.), Σαΐντ Τούνι Ελ Χαντρ (75κ.), Μαχμούντ Φαγιάντ (60κ.), Ιμπραΐμ Σαμς (67,5κ.), οι Γερμανοί Γιόζεφ Στρασμπέργκερ (82,5κ.), Ρούντολφ Ισμάιρ (75κ.), ο Τσεχοσλοβάκος Γιάροσλαβ Σκόμπλα (82,5κ.), ο Πολωνός Ιρενέους Παλίνσκι (82,5κ.), οι Αμερικανοί Άντονι Τερλάτσο (60κ.), Τζιόζεφ Ντε Πιέτρο (56κ.), ο Φινλανδός Κάαρλο Κανγκασνιέμι (90κ.), ο Ούγγρος Ίμρε Φέλντι (56κ.), οι Βούλγαροι Γιορντάν Μπίκοφ (75κ.), Αντόν Νικόλοφ (90κ.), Ιορντάν Μίτκοφ (75κ.), ο Νορβηγός Λάιφ Γένσεν (82,5κ.), ο Σοβιετικός Νικολάι Κολέσνικοφ (60κ.) και δεκάδες άλλοι.

    No Comments

    Sorry, the comment form is closed at this time.