Εγγραφείτε
Για να μαθαίνετε πρώτοι τα νέα μας!

    Κοινωνικά Δίκτυα:

    Top

    Blog

    Ελληνες σταρ

    Η ιστορία της ελληνικής άρσης βαρών χωρίζεται σε τέσσερις περιόδους. Από την Δ’ Ζάππειο Ολυμπιάδα του 1888 έως τους μεσολυμπιακούς του 1906, όπου πρωταγωνιστεί στις διεθνείς διοργανώσεις, αναδεικνύοντας δύο χρυσούς ολυμπιονίκες. Τον Περικλή Κακούση το 1904 και τον Δημήτρη Τόφαλο το 1906. Η δεύτερη περίοδος είναι και η χειρότερη. Αρχίζει από το 1906 και φτάνει έως τη δεκαετία του ’50, όπου η άρση βαρών δεν υφίσταται ως οργανωμένο άθλημα στη χώρα μας. Η τρίτη ξεκινάει με τη διεξαγωγή των 1ων Πανελληνίων Αγώνων το 1960 και διαρκεί έως τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ το 1988. Η τέταρτη και τελευταία είναι αυτή της δεκαετίας του ’90 και είναι συνδεδεμένη με την παρουσία του Χρήστου Ιακώβου στο τιμόνι της Εθνικής ομάδας.

    Η ενδοξότερη όλων είναι η τελευταία περίοδος. Μέχρι τότε οι Έλληνες αρσιβαρίστες είχαν κατακτήσει δύο μετάλλια σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα, με πρωταγωνιστή ως αθλητή τον Χρήστο Ιακώβου. Ο αρσιβαρίστας του Παναθηναϊκού στην αγαπημένη του κίνηση το ντεβελοπέ, η οποία καταργήθηκε μετά το 1972 από τη διεθνή ομοσπονδία, κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στη Λίμα του Περού το 1971 με επίδοση 162,5 κιλά και το ασημένιο ένα χρόνο αργότερα στο Μόναχο με 170 κιλά στην κατηγορία πάντα των 82,5 κιλών. Μέχρι και τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992 όπου έλαμψε το άστρο του Πύρρου Δήμα, η ελληνική άρση βαρών είχε να επιδείξει μέτριες επιδόσεις.

    Το 1976 κατέκτησε μία 4η θέση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ με τον Νίκο Ηλιάδη στην κατηγορία των 82,5 κιλών, με επίδοση 340 κιλά (150+190), μία με τον Γιάννη Τσιντσάρη το 1984 στο Λος Άντζελες με επίδοση 347,5 κιλά (162,5+185) στην κατηγορία των +110 κιλών, μία 6η στην ίδια διοργάνωση με τον Νίκο Ηλιάδη με επίδοση 350 κιλά (155+195) στην κατηγορία των 90 κιλών και μία 6η το 1988 στη Σεούλ με τον Γιάννη Σιδηρόπουλο, με επίδοση 265 κιλά (120+145) στην κατηγορία των 60 κιλών.

    Σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα τις καλύτερες επιδόσεις πέτυχαν ο Νίκος Ηλιάδης το 1977 στη Στουτγκάρδη, όπου κατέλαβε την 4η θέση στην κατηγορία των 82,5 κιλών με επίδοση 337,5 κιλά (152,5+185) και ο Παύλος Λεσπουρίδης το 1982 στη Λιουμπλιάνα, όπου κατέλαβε την 6η θέση στην κατηγορία των 68 κιλών με επίδοση 282,5 κιλά (127, 5+155).

    Η ανάσταση της ελληνικής άρσης βαρών αρχίζει από τις 22/10/1990 στη Βουδαπέστη, όπου ο Παύλος Σαλτσίδης κατακτά τρία μετάλλια στην κατηγορία των 110 κιλών. Ασημένιο στο αρασέ με 172,5 κιλά, και χάλκινο στο ζετέ με 210 κιλά και στο σύνολο με 382,5 κιλά. Με ”μαγιά” τον αθλητή του Βυζαντινού Αθλητικού Ομίλου Θεσσαλονίκης, ο Χρήστος Ιακώβου αρχίζει να ζυμώνει την ομάδα των ονείρων του. Το 1991 έρχονται στην Ελλάδα οι ομογενείς Πύρρος Δήμας, Γιώργος Τζελίλης, Λεωνίδας Σαμπάνης, Βίκτωρ Μήτρου και Λεωνίδας Κόκκας από τη Βόρεια Ήπειρο. Τρία χρόνια αργότερα επαναπατρίζεται από την Γεωργία ο Ακάκιος Κακιασβίλης και η ελληνική ομάδα μετατρέπεται σε συγκρότημα παγκοσμίων διαστάσεων, ικανό να αγωνιστεί ”στα ίσα” με υπερδυνάμεις όπως η Ρωσία, η Βουλγαρία, η Τουρκία και να νικήσει.

    Τα αποτελέσματα της δουλειάς του Χρήστου Ιακώβου δεν άργησαν να φανούν. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992 ο Πύρρος Δήμας κατακτά το χρυσό μετάλλιο στην κατηγορία των 82,5 κιλών με επίδοση 370 κιλά (167,5+202,5). Την επιτυχία του επαναλαμβάνει τέσσερα χρόνια αργότερα στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα με 392,5 κιλά (180+213) στην κατηγορία των 83 κιλών. Τα 213 κιλά στο ζετέ αποτελούν ταυτόχρονα παγκόσμιο ρεκόρ. Στην πόλη των ανέμων, στον ψηλότερο ιστό ανεβαίνει η ελληνική σημαία και προς τιμήν του Ακάκιου Κακιασβίλη, ο οποίος είναι νικητής στην κατηγορία των 99 κιλών με επίδοση 420 κιλά (185+235). Με ασημένιο μετάλλιο επιστρέφουν από την Ατλάντα ο Βαλέριος Λεωνίδης, ο Λεωνίδας Σαμπάνης, ο Λεωνίδας Κόκκας, στην 4η θέση έχουν μείνει ο Γιώργος Τζελίλης και ο Βίκτωρ Μήτρου, ενώ ο Παύλος Σαλτσίδης καταλαμβάνει την 7η. Η ελληνική ομάδα άρσης βαρών είναι η κορυφαία στον κόσμο και οι Αθηναίοι τους υποδέχονται με τιμές ηρώων στο Καλλιμάρμαρο. Στα Παγκόσμια Πρωταθλήματα του 1990, 1993, 1995 και 1998 οι Έλληνες αρσιβαρίστες κατακτούν 14 χρυσά, 16 ασημένια και 12 χάλκινα μετάλλια.

    Στις δύο τελευταίες διοργανώσεις, η ελληνική ομάδα πέτυχε, μάλιστα, κάτι που πριν μερικά χρόνια φάνταζε απίστευτο. Το 1995 στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Καντόνα κατετάγη πρώτη στον πίνακα των μεταλλίων με 6 χρυσά, 4 ασημένια και 4 χάλκινα. Τρία χρόνια αργότερα στο Λάχτι της Φινλανδίας κατέκτησε την απόλυτη πρωτιά με 6 χρυσά, 4 ασημένια, 5 χάλκινα και 566 βαθμούς. ”Αυτοί οι κορυφαίοι Έλληνες έχουν κατορθώσει να μετατρέψουν κάθε αγώνα τους σε κορυφαία και ιστορική στιγμή της ελληνικής κοινωνίας”, δηλώνει ο υπουργός Τύπου κατά την υποδοχή τους στην Αθήνα και ο Χρήστος Ιακώβου υπόσχεται ”στην Αθήνα και το Σίδνεϊ θα είμαστε καλύτεροι”. Και η υπόσχεση του Έλληνα ομοσπονδιακού προπονητή γίνεται πραγματικότητα λίγο αργότερα. Στο Παγκόσμιο της Αθήνας η πατρίδα μας κατακτά για δεύτερη φορά τον τίτλο της παγκόσμιας πρωταθλήτριας συγκεντρώνοντας 20 μετάλλια (4 χρυσά, 10 ασημένια, 6 χάλκινα), ενώ το 2000 στο Σίδνει βρίσκεται πάλι στην κορυφή του πίνακα μεταλλίων στους άνδρες με 4 μετάλλια (κερδίζοντας συνολικά 5 μετάλλια- 2 χρυσά, 2 ασημένια και 1 χάλκινο). Στην πρώτη εμφάνισή μας στο νέο αιώνα, στο Παγκόσμιο της Αττάλειας το 2001, η Ελλάδα κάνει και πάλι ποδαρικό στις διακρίσεις παρά την απουσία των Δήμα, Καχιασβίλι, Μήτρου, Σπύρου, Σαμπάνη, Χατζηιωάννου με μετάλλια από τους Γιώργο Τζελίλη και Αναστασία Τσακίρη.

     

    No Comments

    Sorry, the comment form is closed at this time.